άπαυτος

άπαυτος
-η, -ο
επίρρ. ατέλειωτος, διαρκής: Άπαυτες ήταν οι έγνοιες και οι στενοχώριες της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άπαυτος — η, ο (Α ἄπαυτος, ον) αυτός που δεν απολύθηκε από κάποια υπηρεσία αρχ. άπαυστος*, συνεχής, αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • απαυτός — ή, ό (αντων.) 1. (έναρθρα) αντί για κάποιον ή κάτι που λησμονούμε ή αποφεύγουμε να δηλώνουμε κατ ευφημισμόν ως ακατονόμαστο («φέρε τ απαυτό να το δούμε») 2. ο απαυτός ο πισινός, ο πρωκτός 3. τ απαυτά οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.ετυμολ. απατός*] …   Dictionary of Greek

  • απαυτός — ή, ό αόρ. αντων., λέγεται με άρθρο αντί για κάποιο όνομα που το ξεχάσαμε ή κάνουμε ότι το ξεχάσαμε: Άκουσε ότι ήρθε ο απαυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαυτώνω — [απαυτός] συνουσιάζομαι, κάνω τη δουλειά …   Dictionary of Greek

  • απατός — ή, ό (με μου, σου, του) εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ αυτού, απ αυτόν, απ αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”